Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
δυσμόχλευτος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
δύσνιφος
δυσνοέω
δυσνόητος
δύσνοια
δυσνομία
δύσνομος
δύσνοος
δύσνοστος
δυσνουθέτητος
δυσνύμφευτος
δύσνυμφος
δύσξενος
View word page
δυσνοέω
to be ill-affected

ShortDef

to be ill-affected

Debugging

Headword:
δυσνοέω
Headword (normalized):
δυσνοέω
Headword (normalized/stripped):
δυσνοεω
IDX:
24890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24891
Key:

Data

{'content': 'to be ill-affected'}