Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσμνημόνευτος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
δυσμόχλευτος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
δύσνιφος
δυσνοέω
δυσνόητος
δύσνοια
δυσνομία
δύσνομος
δύσνοος
δύσνοστος
δυσνουθέτητος
δυσνύμφευτος
δύσνυμφος
View word page
δύσνιφος
snowed upon

ShortDef

snowed upon

Debugging

Headword:
δύσνιφος
Headword (normalized):
δύσνιφος
Headword (normalized/stripped):
δυσνιφος
IDX:
24889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24890
Key:

Data

{'content': 'snowed upon'}