Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀιών
αἰών
αἰωνίζω
αἰώνιος
αἰωνιότης
αἰώνισμα
αἰωνόβιος
αἰωνοπολοκράτωρ
αἰωνόφθαλμος
αἰώρα
αἰωρέω
αἰώρημα
αἰώρησις
αἰωρητέον
αἰωρητός
ἀκᾷ
ἀκᾶ
Ἀκαδημαϊκός
Ἀκαδήμεια
ἀκαθαίρετος
ἀκαθαρσία
View word page
αἰωρέω
to lift up, raise

ShortDef

to lift up, raise

Debugging

Headword:
αἰωρέω
Headword (normalized):
αἰωρέω
Headword (normalized/stripped):
αιωρεω
IDX:
2487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2488
Key:

Data

{'content': 'to lift up, raise'}