Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσμεταχείριστος
δυσμέτρητος
δυσμή
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμήτηρ
δύσμητις
δυσμήτωρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμικός
δυσμίμητος
δυσμίσητος
δυσμνημόνευτος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
δυσμόχλευτος
View word page
δυσμικός
western

ShortDef

western

Debugging

Headword:
δυσμικός
Headword (normalized):
δυσμικός
Headword (normalized/stripped):
δυσμικος
IDX:
24876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24877
Key:

Data

{'content': 'western'}