Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσμετάστρεπτος
δυσμεταχείριστος
δυσμέτρητος
δυσμή
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμήτηρ
δύσμητις
δυσμήτωρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμικός
δυσμίμητος
δυσμίσητος
δυσμνημόνευτος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
View word page
δυσμήχανος
hard to effect
ShortDef
hard to effect
Debugging
Headword:
δυσμήχανος
Headword (normalized):
δυσμήχανος
Headword (normalized/stripped):
δυσμηχανος
IDX:
24875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24876
Key:
Data
{'content': 'hard to effect'}