Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσμετάκλαστος
δυσμετάκλητος
δυσμετάστρεπτος
δυσμεταχείριστος
δυσμέτρητος
δυσμή
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμήτηρ
δύσμητις
δυσμήτωρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμικός
δυσμίμητος
δυσμίσητος
δυσμνημόνευτος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
View word page
δυσμήτωρ
an unmotherly, a cruel mother’s
ShortDef
an unmotherly, a cruel mother’s
Debugging
Headword:
δυσμήτωρ
Headword (normalized):
δυσμήτωρ
Headword (normalized/stripped):
δυσμητωρ
IDX:
24873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24874
Key:
Data
{'content': 'an unmotherly, a cruel mother’s'}