Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσμετακίνητος
δυσμετάκλαστος
δυσμετάκλητος
δυσμετάστρεπτος
δυσμεταχείριστος
δυσμέτρητος
δυσμή
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμήτηρ
δύσμητις
δυσμήτωρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμικός
δυσμίμητος
δυσμίσητος
δυσμνημόνευτος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
View word page
δύσμητις
contriving ill

ShortDef

contriving ill

Debugging

Headword:
δύσμητις
Headword (normalized):
δύσμητις
Headword (normalized/stripped):
δυσμητις
IDX:
24872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24873
Key:

Data

{'content': 'contriving ill'}