Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀϊών
ἀιών
αἰών
αἰωνίζω
αἰώνιος
αἰωνιότης
αἰώνισμα
αἰωνόβιος
αἰωνοπολοκράτωρ
αἰωνόφθαλμος
αἰώρα
αἰωρέω
αἰώρημα
αἰώρησις
αἰωρητέον
αἰωρητός
ἀκᾷ
ἀκᾶ
Ἀκαδημαϊκός
Ἀκαδήμεια
ἀκαθαίρετος
View word page
αἰώρα
a machine for suspending

ShortDef

a machine for suspending

Debugging

Headword:
αἰώρα
Headword (normalized):
αἰώρα
Headword (normalized/stripped):
αιωρα
IDX:
2486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2487
Key:

Data

{'content': 'a machine for suspending'}