Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσμενέων
δυσμενής
δυσμενικός
δυσμέριστος
δυσμεταβλησία
δυσμετάβλητος
δυσμετάδοτος
δυσμετάθετος
δυσμετακίνητος
δυσμετάκλαστος
δυσμετάκλητος
δυσμετάστρεπτος
δυσμεταχείριστος
δυσμέτρητος
δυσμή
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμήτηρ
δύσμητις
δυσμήτωρ
δυσμηχανέω
View word page
δυσμετάκλητος
hard to cure of a habit

ShortDef

hard to cure of a habit

Debugging

Headword:
δυσμετάκλητος
Headword (normalized):
δυσμετάκλητος
Headword (normalized/stripped):
δυσμετακλητος
IDX:
24864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24865
Key:

Data

{'content': 'hard to cure of a habit'}