Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμελῴδητος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμενικός
δυσμέριστος
δυσμεταβλησία
δυσμετάβλητος
δυσμετάδοτος
δυσμετάθετος
δυσμετακίνητος
δυσμετάκλαστος
δυσμετάκλητος
δυσμετάστρεπτος
δυσμεταχείριστος
δυσμέτρητος
δυσμή
δύσμηνις
View word page
δυσμετάβλητος
hard to alter

ShortDef

hard to alter

Debugging

Headword:
δυσμετάβλητος
Headword (normalized):
δυσμετάβλητος
Headword (normalized/stripped):
δυσμεταβλητος
IDX:
24859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24860
Key:

Data

{'content': 'hard to alter'}