Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀΐω2
ἀϊών
ἀιών
αἰών
αἰωνίζω
αἰώνιος
αἰωνιότης
αἰώνισμα
αἰωνόβιος
αἰωνοπολοκράτωρ
αἰωνόφθαλμος
αἰώρα
αἰωρέω
αἰώρημα
αἰώρησις
αἰωρητέον
αἰωρητός
ἀκᾷ
ἀκᾶ
Ἀκαδημαϊκός
Ἀκαδήμεια
View word page
αἰωνόφθαλμος
seeing with eternal eyes

ShortDef

seeing with eternal eyes

Debugging

Headword:
αἰωνόφθαλμος
Headword (normalized):
αἰωνόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
αιωνοφθαλμος
IDX:
2485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2486
Key:

Data

{'content': 'seeing with eternal eyes'}