Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσμάραντος
δυσμαρής
δυσμάσητος
δυσμάτωρ
δυσμαχέω
δυσμαχητέον
δυσμαχητέος
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμελῴδητος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμενικός
δυσμέριστος
δυσμεταβλησία
δυσμετάβλητος
δυσμετάδοτος
View word page
δυσμείλικτος
hard to appease

ShortDef

hard to appease

Debugging

Headword:
δυσμείλικτος
Headword (normalized):
δυσμείλικτος
Headword (normalized/stripped):
δυσμειλικτος
IDX:
24850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24851
Key:

Data

{'content': 'hard to appease'}