Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσμαθία
δυσμάλακτος
δυσμανής
δυσμάραντος
δυσμαρής
δυσμάσητος
δυσμάτωρ
δυσμαχέω
δυσμαχητέον
δυσμαχητέος
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμελῴδητος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμενικός
δυσμέριστος
View word page
δυσμάχητος
keenly contested

ShortDef

keenly contested

Debugging

Headword:
δυσμάχητος
Headword (normalized):
δυσμάχητος
Headword (normalized/stripped):
δυσμαχητος
IDX:
24847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24848
Key:

Data

{'content': 'keenly contested'}