Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμάλακτος
δυσμανής
δυσμάραντος
δυσμαρής
δυσμάσητος
δυσμάτωρ
δυσμαχέω
δυσμαχητέον
δυσμαχητέος
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμελῴδητος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέων
View word page
δυσμαχέω
to fight in vain against

ShortDef

to fight in vain against

Debugging

Headword:
δυσμαχέω
Headword (normalized):
δυσμαχέω
Headword (normalized/stripped):
δυσμαχεω
IDX:
24844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24845
Key:

Data

{'content': 'to fight in vain against'}