Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμάλακτος
δυσμανής
δυσμάραντος
δυσμαρής
δυσμάσητος
δυσμάτωρ
δυσμαχέω
δυσμαχητέον
δυσμαχητέος
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμελῴδητος
δυσμεναίνω
View word page
δυσμάσητος
hard to chew
ShortDef
hard to chew
Debugging
Headword:
δυσμάσητος
Headword (normalized):
δυσμάσητος
Headword (normalized/stripped):
δυσμασητος
IDX:
24842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24843
Key:
Data
{'content': 'hard to chew'}