Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰψηρός
ἀΐω
ἀΐω2
ἀϊών
ἀιών
αἰών
αἰωνίζω
αἰώνιος
αἰωνιότης
αἰώνισμα
αἰωνόβιος
αἰωνοπολοκράτωρ
αἰωνόφθαλμος
αἰώρα
αἰωρέω
αἰώρημα
αἰώρησις
αἰωρητέον
αἰωρητός
ἀκᾷ
ἀκᾶ
View word page
αἰωνόβιος
immortal
ShortDef
immortal
Debugging
Headword:
αἰωνόβιος
Headword (normalized):
αἰωνόβιος
Headword (normalized/stripped):
αιωνοβιος
IDX:
2483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2484
Key:
Data
{'content': 'immortal'}