Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσλεκτρος
δυσλεπής
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμάλακτος
δυσμανής
δυσμάραντος
δυσμαρής
δυσμάσητος
δυσμάτωρ
δυσμαχέω
δυσμαχητέον
δυσμαχητέος
δυσμάχητος
δύσμαχος
View word page
δυσμάλακτος
hard to soften
ShortDef
hard to soften
Debugging
Headword:
δυσμάλακτος
Headword (normalized):
δυσμάλακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσμαλακτος
IDX:
24838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24839
Key:
Data
{'content': 'hard to soften'}