Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσκωφέω
δυσκωφία
δύσκωφος
δυσλέαντος
δύσλεκτος
δύσλεκτρος
δυσλεπής
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμάλακτος
δυσμανής
δυσμάραντος
δυσμαρής
δυσμάσητος
δυσμάτωρ
View word page
δύσλυτος
indissoluble
ShortDef
indissoluble
Debugging
Headword:
δύσλυτος
Headword (normalized):
δύσλυτος
Headword (normalized/stripped):
δυσλυτος
IDX:
24833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24834
Key:
Data
{'content': 'indissoluble'}