Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δυσκωφία
δύσκωφος
δυσλέαντος
δύσλεκτος
δύσλεκτρος
δυσλεπής
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμάλακτος
δυσμανής
δυσμάραντος
δυσμαρής
δυσμάσητος
View word page
δύσλοφος
hard for the neck, hard to bear
ShortDef
hard for the neck, hard to bear
Debugging
Headword:
δύσλοφος
Headword (normalized):
δύσλοφος
Headword (normalized/stripped):
δυσλοφος
IDX:
24832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24833
Key:
Data
{'content': 'hard for the neck, hard to bear'}