Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσκτητος
δυσκυβέω
δυσκυλίστως
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δυσκωφία
δύσκωφος
δυσλέαντος
δύσλεκτος
δύσλεκτρος
δυσλεπής
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμάλακτος
δυσμανής
View word page
δυσλεπής
rough-husked

ShortDef

rough-husked

Debugging

Headword:
δυσλεπής
Headword (normalized):
δυσλεπής
Headword (normalized/stripped):
δυσλεπης
IDX:
24829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24830
Key:

Data

{'content': 'rough-husked'}