Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσκρατος
δυσκρινής
δύσκριτος
δύσκροτος
δύσκτητος
δυσκυβέω
δυσκυλίστως
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δυσκωφία
δύσκωφος
δυσλέαντος
δύσλεκτος
δύσλεκτρος
δυσλεπής
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
View word page
δύσκωφος
stone-deaf

ShortDef

stone-deaf

Debugging

Headword:
δύσκωφος
Headword (normalized):
δύσκωφος
Headword (normalized/stripped):
δυσκωφος
IDX:
24825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24826
Key:

Data

{'content': 'stone-deaf'}