Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκράτητος
δύσκρατος
δυσκρινής
δύσκριτος
δύσκροτος
δύσκτητος
δυσκυβέω
δυσκυλίστως
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δυσκωφία
δύσκωφος
δυσλέαντος
δύσλεκτος
δύσλεκτρος
δυσλεπής
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
View word page
δυσκωφία
deafness

ShortDef

deafness

Debugging

Headword:
δυσκωφία
Headword (normalized):
δυσκωφία
Headword (normalized/stripped):
δυσκωφια
IDX:
24824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24825
Key:

Data

{'content': 'deafness'}