Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκρασία
δυσκράτητος
δύσκρατος
δυσκρινής
δύσκριτος
δύσκροτος
δύσκτητος
δυσκυβέω
δυσκυλίστως
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δυσκωφία
δύσκωφος
δυσλέαντος
δύσλεκτος
δύσλεκτρος
δυσλεπής
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
View word page
δυσκωφέω
to be stone-deaf

ShortDef

to be stone-deaf

Debugging

Headword:
δυσκωφέω
Headword (normalized):
δυσκωφέω
Headword (normalized/stripped):
δυσκωφεω
IDX:
24823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24824
Key:

Data

{'content': 'to be stone-deaf'}