Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκοπάνιστος
δύσκοπος
δυσκραής
δυσκρασία
δυσκράτητος
δύσκρατος
δυσκρινής
δύσκριτος
δύσκροτος
δύσκτητος
δυσκυβέω
δυσκυλίστως
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δυσκωφία
δύσκωφος
δυσλέαντος
δύσλεκτος
δύσλεκτρος
δυσλεπής
δύσληπτος
View word page
δυσκυβέω
to be unlucky at dice

ShortDef

to be unlucky at dice

Debugging

Headword:
δυσκυβέω
Headword (normalized):
δυσκυβέω
Headword (normalized/stripped):
δυσκυβεω
IDX:
24820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24821
Key:

Data

{'content': 'to be unlucky at dice'}