Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκοπάνιστος
δύσκοπος
δυσκραής
δυσκρασία
δυσκράτητος
δύσκρατος
δυσκρινής
δύσκριτος
δύσκροτος
δύσκτητος
δυσκυβέω
δυσκυλίστως
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δυσκωφία
δύσκωφος
View word page
δύσκρατος
of bad temperament

ShortDef

of bad temperament

Debugging

Headword:
δύσκρατος
Headword (normalized):
δύσκρατος
Headword (normalized/stripped):
δυσκρατος
IDX:
24815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24816
Key:

Data

{'content': 'of bad temperament'}