Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκοπάνιστος
δύσκοπος
δυσκραής
δυσκρασία
δυσκράτητος
δύσκρατος
δυσκρινής
δύσκριτος
δύσκροτος
δύσκτητος
δυσκυβέω
δυσκυλίστως
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δυσκωφία
View word page
δυσκράτητος
hard to control

ShortDef

hard to control

Debugging

Headword:
δυσκράτητος
Headword (normalized):
δυσκράτητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκρατητος
IDX:
24814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24815
Key:

Data

{'content': 'hard to control'}