Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκοπάνιστος
δύσκοπος
δυσκραής
δυσκρασία
δυσκράτητος
δύσκρατος
δυσκρινής
δύσκριτος
δύσκροτος
δύσκτητος
δυσκυβέω
δυσκυλίστως
δυσκύμαντος
View word page
δυσκραής
intemperate
ShortDef
intemperate
Debugging
Headword:
δυσκραής
Headword (normalized):
δυσκραής
Headword (normalized/stripped):
δυσκραης
IDX:
24812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24813
Key:
Data
{'content': 'intemperate'}