Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσκοιτος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκοπάνιστος
δύσκοπος
δυσκραής
δυσκρασία
δυσκράτητος
δύσκρατος
δυσκρινής
δύσκριτος
δύσκροτος
δύσκτητος
δυσκυβέω
δυσκυλίστως
View word page
δύσκοπος
hard to bruise
ShortDef
hard to bruise
Debugging
Headword:
δύσκοπος
Headword (normalized):
δύσκοπος
Headword (normalized/stripped):
δυσκοπος
IDX:
24811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24812
Key:
Data
{'content': 'hard to bruise'}