Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀΐω
ἀΐω2
ἀϊών
ἀιών
αἰών
αἰωνίζω
αἰώνιος
αἰωνιότης
αἰώνισμα
αἰωνόβιος
αἰωνοπολοκράτωρ
αἰωνόφθαλμος
αἰώρα
αἰωρέω
αἰώρημα
αἰώρησις
αἰωρητέον
View word page
αἰώνιος
lasting for an age

ShortDef

lasting for an age

Debugging

Headword:
αἰώνιος
Headword (normalized):
αἰώνιος
Headword (normalized/stripped):
αιωνιος
IDX:
2480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2481
Key:

Data

{'content': 'lasting for an age'}