Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκοίλιος
δυσκοινώνητος
δυσκοιτέω
δύσκοιτος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκοπάνιστος
δύσκοπος
δυσκραής
δυσκρασία
δυσκράτητος
δύσκρατος
δυσκρινής
δύσκριτος
δύσκροτος
View word page
δύσκολπος
with ill-formed womb

ShortDef

with ill-formed womb

Debugging

Headword:
δύσκολπος
Headword (normalized):
δύσκολπος
Headword (normalized/stripped):
δυσκολπος
IDX:
24808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24809
Key:

Data

{'content': 'with ill-formed womb'}