Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσκλιτος
δύσκλυτος
δυσκοίλιος
δυσκοινώνητος
δυσκοιτέω
δύσκοιτος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκοπάνιστος
δύσκοπος
δυσκραής
δυσκρασία
δυσκράτητος
δύσκρατος
δυσκρινής
View word page
δυσκολόκοιτος
making bed uneasy

ShortDef

making bed uneasy

Debugging

Headword:
δυσκολόκοιτος
Headword (normalized):
δυσκολόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκολοκοιτος
IDX:
24806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24807
Key:

Data

{'content': 'making bed uneasy'}