Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσκλητος
δύσκλιτος
δύσκλυτος
δυσκοίλιος
δυσκοινώνητος
δυσκοιτέω
δύσκοιτος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκοπάνιστος
δύσκοπος
δυσκραής
δυσκρασία
δυσκράτητος
δύσκρατος
View word page
δυσκολόκαμπτος
hard to bend

ShortDef

hard to bend

Debugging

Headword:
δυσκολόκαμπτος
Headword (normalized):
δυσκολόκαμπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκολοκαμπτος
IDX:
24805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24806
Key:

Data

{'content': 'hard to bend'}