Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσκληρος
δύσκλητος
δύσκλιτος
δύσκλυτος
δυσκοίλιος
δυσκοινώνητος
δυσκοιτέω
δύσκοιτος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκοπάνιστος
δύσκοπος
δυσκραής
δυσκρασία
δυσκράτητος
View word page
δυσκόλλητος
ill-glued

ShortDef

ill-glued

Debugging

Headword:
δυσκόλλητος
Headword (normalized):
δυσκόλλητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκολλητος
IDX:
24804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24805
Key:

Data

{'content': 'ill-glued'}