Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκληδόνιστος
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δύσκληρος
δύσκλητος
δύσκλιτος
δύσκλυτος
δυσκοίλιος
δυσκοινώνητος
δυσκοιτέω
δύσκοιτος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκοπάνιστος
δύσκοπος
View word page
δύσκοιτος
making bed unpleasant

ShortDef

making bed unpleasant

Debugging

Headword:
δύσκοιτος
Headword (normalized):
δύσκοιτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκοιτος
IDX:
24801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24802
Key:

Data

{'content': 'making bed unpleasant'}