Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσκλεια
δυσκληδόνιστος
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δύσκληρος
δύσκλητος
δύσκλιτος
δύσκλυτος
δυσκοίλιος
δυσκοινώνητος
δυσκοιτέω
δύσκοιτος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκοπάνιστος
View word page
δυσκοιτέω
to have bad nights

ShortDef

to have bad nights

Debugging

Headword:
δυσκοιτέω
Headword (normalized):
δυσκοιτέω
Headword (normalized/stripped):
δυσκοιτεω
IDX:
24800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24801
Key:

Data

{'content': 'to have bad nights'}