Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληδόνιστος
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δύσκληρος
δύσκλητος
δύσκλιτος
δύσκλυτος
δυσκοίλιος
δυσκοινώνητος
δυσκοιτέω
δύσκοιτος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
View word page
δυσκοινώνητος
unsocial

ShortDef

unsocial

Debugging

Headword:
δυσκοινώνητος
Headword (normalized):
δυσκοινώνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκοινωνητος
IDX:
24799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24800
Key:

Data

{'content': 'unsocial'}