Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰχμόδετος
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀΐω
ἀΐω2
ἀϊών
ἀιών
αἰών
αἰωνίζω
αἰώνιος
αἰωνιότης
αἰώνισμα
αἰωνόβιος
αἰωνοπολοκράτωρ
αἰωνόφθαλμος
αἰώρα
αἰωρέω
αἰώρημα
αἰώρησις
View word page
αἰωνίζω
to be eternal

ShortDef

to be eternal

Debugging

Headword:
αἰωνίζω
Headword (normalized):
αἰωνίζω
Headword (normalized/stripped):
αιωνιζω
IDX:
2479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2480
Key:

Data

{'content': 'to be eternal'}