Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκινησία
δυσκινητέω
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληδόνιστος
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δύσκληρος
δύσκλητος
δύσκλιτος
δύσκλυτος
δυσκοίλιος
δυσκοινώνητος
δυσκοιτέω
δύσκοιτος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
View word page
δύσκλιτος
hard to inflect, irregular

ShortDef

hard to inflect, irregular

Debugging

Headword:
δύσκλιτος
Headword (normalized):
δύσκλιτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκλιτος
IDX:
24796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24797
Key:

Data

{'content': 'hard to inflect, irregular'}