Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκερδής
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκινησία
δυσκινητέω
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληδόνιστος
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δύσκληρος
δύσκλητος
δύσκλιτος
δύσκλυτος
δυσκοίλιος
δυσκοινώνητος
δυσκοιτέω
δύσκοιτος
δυσκολαίνω
δυσκολία
View word page
δυσκλήρημα
piece of ill luck

ShortDef

piece of ill luck

Debugging

Headword:
δυσκλήρημα
Headword (normalized):
δυσκλήρημα
Headword (normalized/stripped):
δυσκληρημα
IDX:
24793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24794
Key:

Data

{'content': 'piece of ill luck'}