Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσκατεργασία
δυσκατέργαστος
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δύσκαυστος
δυσκέλαδος
δυσκένωτος
δυσκέραστος
δυσκερδής
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκινησία
δυσκινητέω
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληδόνιστος
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δύσκληρος
δύσκλητος
View word page
δύσκηλος
past remedy
ShortDef
past remedy
Debugging
Headword:
δύσκηλος
Headword (normalized):
δύσκηλος
Headword (normalized/stripped):
δυσκηλος
IDX:
24785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24786
Key:
Data
{'content': 'past remedy'}