Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκατάσβεστος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατεργασία
δυσκατέργαστος
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δύσκαυστος
δυσκέλαδος
δυσκένωτος
δυσκέραστος
δυσκερδής
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκινησία
δυσκινητέω
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληδόνιστος
δυσκληρέω
View word page
δυσκέραστος
hard to temper

ShortDef

hard to temper

Debugging

Headword:
δυσκέραστος
Headword (normalized):
δυσκέραστος
Headword (normalized/stripped):
δυσκεραστος
IDX:
24782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24783
Key:

Data

{'content': 'hard to temper'}