Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκατάποτος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάρτιστος
δυσκατάσβεστος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατεργασία
δυσκατέργαστος
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δύσκαυστος
δυσκέλαδος
δυσκένωτος
δυσκέραστος
δυσκερδής
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκινησία
δυσκινητέω
δυσκίνητος
δυσκλεής
View word page
δύσκαυστος
hard to burn

ShortDef

hard to burn

Debugging

Headword:
δύσκαυστος
Headword (normalized):
δύσκαυστος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαυστος
IDX:
24779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24780
Key:

Data

{'content': 'hard to burn'}