Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκαταποτέω
δυσκατάποτος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάρτιστος
δυσκατάσβεστος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατεργασία
δυσκατέργαστος
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δύσκαυστος
δυσκέλαδος
δυσκένωτος
δυσκέραστος
δυσκερδής
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκινησία
δυσκινητέω
δυσκίνητος
View word page
δυσκατούλωτος
hard to cicatrize

ShortDef

hard to cicatrize

Debugging

Headword:
δυσκατούλωτος
Headword (normalized):
δυσκατούλωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκατουλωτος
IDX:
24778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24779
Key:

Data

{'content': 'hard to cicatrize'}