Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκατάπεπτος
δυσκατάπληκτος
δυσκαταπολέμητος
δυσκαταπόνητος
δυσκαταποσία
δυσκαταποτέω
δυσκατάποτος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάρτιστος
δυσκατάσβεστος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατεργασία
δυσκατέργαστος
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δύσκαυστος
δυσκέλαδος
δυσκένωτος
δυσκέραστος
δυσκερδής
View word page
δυσκατάστατος
hard to restore

ShortDef

hard to restore

Debugging

Headword:
δυσκατάστατος
Headword (normalized):
δυσκατάστατος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταστατος
IDX:
24773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24774
Key:

Data

{'content': 'hard to restore'}