Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσκαταμάχητος
δυσκατανόητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπεπτος
δυσκατάπληκτος
δυσκαταπολέμητος
δυσκαταπόνητος
δυσκαταποσία
δυσκαταποτέω
δυσκατάποτος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάρτιστος
δυσκατάσβεστος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατεργασία
δυσκατέργαστος
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δύσκαυστος
δυσκέλαδος
View word page
δυσκατάπρακτος
hard to effect
ShortDef
hard to effect
Debugging
Headword:
δυσκατάπρακτος
Headword (normalized):
δυσκατάπρακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταπρακτος
Intro Text:
hard to effect
IDX:
24770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24771
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "hard to effect" }