Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκαταγωγός
δυσκαταγώνιστος
δυσκατάθετος
δυσκάτακτος
δυσκατάληπτος
δυσκατάλλακτος
δυσκατάλυτος
δυσκαταμάθητος
δυσκαταμάχητος
δυσκατανόητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπεπτος
δυσκατάπληκτος
δυσκαταπολέμητος
δυσκαταπόνητος
δυσκαταποσία
δυσκαταποτέω
δυσκατάποτος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάρτιστος
δυσκατάσβεστος
View word page
δυσκατάπαυστος
hard to check, restless

ShortDef

hard to check, restless

Debugging

Headword:
δυσκατάπαυστος
Headword (normalized):
δυσκατάπαυστος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταπαυστος
IDX:
24762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24763
Key:

Data

{'content': 'hard to check, restless'}