Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δυσκάθοδος
δυσκαμπής
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγωγός
δυσκαταγώνιστος
δυσκατάθετος
δυσκάτακτος
δυσκατάληπτος
δυσκατάλλακτος
δυσκατάλυτος
δυσκαταμάθητος
δυσκαταμάχητος
δυσκατανόητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπεπτος
δυσκατάπληκτος
δυσκαταπολέμητος
δυσκαταπόνητος
View word page
δυσκατάληπτος
hard to comprehend

ShortDef

hard to comprehend

Debugging

Headword:
δυσκατάληπτος
Headword (normalized):
δυσκατάληπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταληπτος
IDX:
24756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24757
Key:

Data

{'content': 'hard to comprehend'}