Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσκαθαίρετος
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δυσκάθοδος
δυσκαμπής
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγωγός
δυσκαταγώνιστος
δυσκατάθετος
δυσκάτακτος
δυσκατάληπτος
δυσκατάλλακτος
δυσκατάλυτος
δυσκαταμάθητος
δυσκαταμάχητος
δυσκατανόητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπεπτος
δυσκατάπληκτος
δυσκαταπολέμητος
View word page
δυσκάτακτος
hard to break
ShortDef
hard to break
Debugging
Headword:
δυσκάτακτος
Headword (normalized):
δυσκάτακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκατακτος
IDX:
24755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24756
Key:
Data
{'content': 'hard to break'}