Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσιππος
δύσις
δυσίχνευτος
δυσίωτος
δυσκαής
δυσκαθαίρετος
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δυσκάθοδος
δυσκαμπής
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγωγός
δυσκαταγώνιστος
δυσκατάθετος
δυσκάτακτος
δυσκατάληπτος
δυσκατάλλακτος
δυσκατάλυτος
δυσκαταμάθητος
δυσκαταμάχητος
View word page
δύσκαπνος
noisome from smoke, smoky

ShortDef

noisome from smoke, smoky

Debugging

Headword:
δύσκαπνος
Headword (normalized):
δύσκαπνος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαπνος
IDX:
24750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24751
Key:

Data

{'content': 'noisome from smoke, smoky'}