Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσθησαύριστος
δύσθλαστος
δυσθνῄσκω
δύσθνητος
δύσθραυστος
δυσθρήνητος
δύσθροος
δύσθρυπτος
δυσθυμαίνω
δυσθυμέω
δυσθυμία
δυσθυμικός
δύσθυμος
δυσιατέω
δυσίατος
δυσίδρως
δυσιερέω
δυσιθάλασσος
δύσικμος
δυσίμερος
δύσιππος
View word page
δυσθυμία
despondency, despair

ShortDef

despondency, despair

Debugging

Headword:
δυσθυμία
Headword (normalized):
δυσθυμία
Headword (normalized/stripped):
δυσθυμια
IDX:
24730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24731
Key:

Data

{'content': 'despondency, despair'}